αψάδα

αψάδα
η [αψύς]
1. οξύτητα, δριμύτητα
2. το ευερέθιστο του χαρακτήρα, η οξυθυμία
3. σφοδρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άψα — άψα, η και αψάδα, η δριμύτητα, καυστικότητα, οξυθυμία: Σήμερα έχει τις αψάδες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”